- πρώρηθεν
- Αιων. τ. επίρρ. βλ. πρώραθεν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρῴρηθεν — πρῴραθεν from the ship s head ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] … Dictionary of Greek